ΒΙΒΛΙΟ
Μάρκοςο Συριανός
Ένα «βιβλίο - εγκυκλοπαίδεια» για τη ζωή και τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη.
Από τον Γιώργο Θανόπουλο και τον Διονύση Μανιάτη με την πολύτιμη βοήθεια του Στέλιου Βαμβακάρη.
Κεντρική Διάθεση: Music Corner
Πανεπιστημίου 56, 10678 Αθήνα
Τηλ. 210-33040000
info@musiccornerstore.gr


Παρουσίαση Βιβλίου
Η παρουσίαση του βιβλίου "Ο Μάρκος ο Συριανός – Μάρκου Βαμβακάρη, Άπαντα", θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 2025 και ώρα 19:00, στην Αίθουσα Γιάννης Μαρίνος του Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
ΟΜΙΛΗΤΕΣ
Λίνα Νικολακοπούλου, ποιήτρια, στιχουργός
Γιώργος Κοκκώνης, μουσικολόγος, αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Μουσικών Σπουδών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Γιώργος Θανόπουλος, συγγραφέας του βιβλίου Μάρκος ο Συριανός
ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ
Στεφανία Μεράκου, μουσικολόγος, πρώην διευθύντρια Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη» του Συλλόγου Οι Φίλοι τη Μουσικής

σελιδεσ απο το βιβλιο
ΤΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ
Ο πατέρας του Μάρκου, ο Δομένικος, είχε δύο αδελφούς. Τον Αντώνη που έπαιζε καλή γκάιντα και τον Μορφίνη ο οποίος πέθανε στην Αμερική και ο οποίος έπαιζε γκάιντα και μπουζούκι. Είναι γνωστό ότι και ο πατέρας του Μάρκου έπαιζε γκάιντα και μπουζούκι. Ο Μάρκος αναφέρει σχετικά: «Έπαιζα τούμπανο απ’ την ηλικία των έξι χρονών κι ακολουθούσα τον πατέρα μου. Γκάιντα ο πατέρας μου, τούμπανο εγώ. Έπαιζα ρυθμούς του συρτού, μπάλους, κρητικά, με ξυλαράκι. Έπαιξα με τον πατέρα μου τις Απόκριες τρεις-τέσσαρες χρονιές. Από την πρώτη Κυριακή που αρχίζανε οι Απόκριες, μέχρι την Καθαρά Δευτέρα…»

Μάρκος Βαμβακάρης ή Ρόκος = παππούς του Μάρκου Δομένικος (γκάιντα, μπουζούκι) = πατέρας του Ελπίδα (Προβελέγγιου) = μητέρα του Αντώνης (γκάιντα) και Μορφίνης (γκάιντα, μπουζούκι) = θείοι του Λεονάρδος, Φραγκίσκος, Γκράτσια, Ρόζα, Αργύρης (συνθέτης, μπουζούκι) = αδέλφια του Μάρκου Βαγγελιώ (πατρικό Βεργίου) = σύζυγος (στη φωτογραφία με το Μάρκο) Βασίλης (καπετάνιος), Στέλιος (συνθέτης, μπουζούκι), Δομένικος (καθηγητής μουσικής, πιάνο, μπουζούκι) = τα τρία παιδιά του Μάρκου και της Βαγγελιώς
Ο ΜΑΡΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ
«Είμαι ο Μάρκος. Από το σπίτι το δικό μου πηγάζει η αλήθεια όλη για το μπουζούκι. Όσοι άλλοι να πούνε και να δείξουνε, δεν ξέρουν ό,τι εγώ ξέρω για το μπουζούκι, διότι υπέφερα για το όργανο αυτό... Έχασα το παν. Δεν μ’ ένοιαζε ούτε για τον εαυτό μου, ούτε για τίποτες. Τι να σου πω. Μπορεί να είχα λεφτά και να μου λέγανε ότι θα τα χάσεις. Δεν με νοιάζει δεκάρα. Όμως το έχω παράπονο. Και έχω κι άλλο παράπονο πιο μεγάλο. Όλοι αυτοί οι μεγάλοι μπουζουξήδες είναι αχάριστοι. Όλοι αυτοί. Έπρεπε αυτοί κάθε μέρα να’ χουνε ένα καντήλι κάτω από τον Άγιο Μάρκο. Διότι αν δεν ήμουνα εγώ, πώς θα ήτανε αυτοί εκατομμυριούχοι; Μπορεί να’ χουνε αυτοί αξία· δεν αμφιβάλλω. Αλλά ήμουνα εγώ πρώτος που έστρωσα το τραπέζι και τους είπα ορίστε, καθήστε να φάμε. Κι αυτοί γιομήσαν την κοιλιά τους κι εγώ έμεινα νηστικός στην μπάντα. Αφού αρρώστησα και δεν ήρθε κανένας να με ρωτήσει “τι κάνεις;” Κανένας. Ρε τον δάσκαλό σου, ρε... Βρε ό,τι και να κάνεις, ό,τι και να πεις, εγώ είμαι ο δάσκαλός σου. Αφού είμαι ο πρώτος. Είμαι ο δάσκαλός σου...»

Με τα παραπάνω λόγια ο Μάρκος εκφράζει μια δικαιολογημένη και βαθιά ανθρώπινη πικρία γιατί λόγω της κατάστασης της εποχής δεν μπόρεσε να «εξαργυρώσει» την αξία της δημιουργίας του, ούτε υλικά αλλά ούτε και ηθικά. Περιθωριακός, κατατρεγμένος, με πάθη και κακουχίες, «άνθησε» στα δύσκολα χρόνια της αρχής του 20ού αιώνα, έχοντας μεγάλη απήχηση σ’ αυτούς των οποίων τα «καραβοτσακίσματα» τραγούδησε: τους φτωχούς, τους παρατημένους στην τύχη, τους πρόσφυγες, τους κοινωνικά περιθωριοποιημένους. Αυθεντικός δημιουργός, έγραψε τραγούδια γνήσια και βιωματικά. Ό,τι εμπνεύστηκε και μετέτρεψε σε υψηλή λαϊκή τέχνη βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με ό,τι και όπως έζησε.
Ο Μάρκος δεν έγραψε τραγούδια με σκοπό να γίνουν επιτυχίες, αλλά ανυποψίαστος -γι’ αυτό και αυθεντικός- «διηγήθηκε» την εποχή του, πάσχοντας ο ίδιος και τραγουδώντας. Το έργο του Μάρκου, αναγνωρισμένο ως ο «πυλώνας» του λαϊκού μας τραγουδιού, αποτέλεσε το σκαλοπάτι πάνω στο οποίο πάτησαν οι επόμενοι λαϊκοί μουσικοί για να ανέβουν τη σκάλα της δημιουργίας αλλά και της καταξίωσης στην καρδιά του ευρύτερου κοινού (εργάτες, οικογενειάρχες, μεσαία αλλά και ανώτερα κοινωνικά στρώματα). Οι δισκογραφικές εταιρείες στηρίχτηκαν πάνω στο έργο του Μάρκου και δημιούργησαν ένα νέο προσοδοφόρο «προϊόν» για την αγορά, οι καλλιτέχνες ταξίδεψαν στον κόσμο, όπου υπάρχει Ελληνισμός, και αποκόμισαν σημαντικά οικονομικά οφέλη. Ενώ, λοιπόν, όλοι επωφελήθηκαν, εκείνος έμεινε «στην απ’ έξω». Βέβαια, τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντα ο λαός, που με την αγάπη του έχει φυλάξει για το Μάρκο την καλύτερη θέση στη συλλογική του συνείδηση. Αυτήν του «Πατριάρχη» του λαϊκού μας τραγουδιού. Άλλωστε, αποτελεί κανόνα της ιστορίας των λαών ότι το καινούργιο για να γεννηθεί «χρησιμοποιεί» και πολλές φορές «γκρεμίζει» το παλιό. Στο τέλος, όμως, η πραγματική αξία βρίσκει τη θέση της.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ:
«ΚΟΥΒΑΛΑΩ ΕΝΑΝ ΜΑΡΚΟ ΜΕΣΑ ΜΟΥ»
«Εγώ ολόκληρος κουβαλάω έναν Μάρκο μέσα μου, όχι από τώρα, από την ώρα που γεννήθηκα! Πάθος είναι, πατέρας με γιο, πώς να το πούμε, είναι αγάπη πολύ μεγάλη αυτή, δεν εξηγείται, ...και τρόπος ζωής γιατί εγώ μεγάλωσα με τον πατέρα μου και τον είδα τον πατέρα μου να κλαίει, τον είδα να ’ναι ευτυχισμένος, τον είδα να γελάει, τον είδα να μ’ έχει σαν παιδί του, τον είδα να μ’ έχει σαν δούλο του, τον είδα να με χρησιμοποιεί.

Δηλαδή πέρασα όλες τις φάσεις μαζί με έναν άνθρωπο που ήτανε άρρωστος, που ήτανε ταλαιπωρημένος, και που είχε όμως πολύ μεγάλη αγάπη για την οικογένειά του, και αγωνία για να την ζήσει.
Και φτάνουμε σε πράγματα, και μπαίνουμε σε ιστορίες. Δεν είχε βγάλει ο Μάρκος ένα τραγούδι που μιλάει για το φεγγάρι; “Ποτέ μη θες, φεγγάρι μου, ανθρώπους να γνωρίσεις, γιατί τα βάσανα της γης και συ θα τ’ αποκτήσεις”
Τι μας λέει με το τραγούδι αυτό; Μας λέει ότι ήτανε απογοητευμένος ο Μάρκος, ότι ήτανε προδομένος από παντού, ήτανε ένας άνθρωπος χαμένος, ήτανε καταρρακωμένος, κι έλεγε “τίποτα πια δεν υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή”.
Κι ο μόνος τρόπος που μπορούσε να μιλάει και να ζει ήτανε να γράφει στιχάκια, ήτανε ν’ ακούει τα πουλάκια και να κάνει μουσικές από τη μελωδία τους. Είχαμε δεκάδες κλουβιά στην αυλή. Είχαμε κι έναν γάιδαρο κουτσό, και με αυτόν ο Μάρκος πήγαινε στη λαϊκή για να ψωνίσει για την οικογένειά του. Είχαμε και μια κόκκινη γάτα, τη λέγαμε Τόσκα, σαν την όπερα του Πουτσίνι. Τη γάτα αυτή την είχε συνέχεια επάνω στον ώμο του· κι η Τόσκα έκανε κωλοτούμπες μόλις έβλεπε το Μάρκο. Τον έπαιρνε χαμπάρι από πολύ μακριά.
Ο Μάρκος είχε μεγάλη οντότητα, είχε κύρος, τεράστια δύναμη, είχε ένα επιβλητικό πράγμα μέσα του! Αυτός ο άνθρωπος ήταν μοναδικός και ανεκτίμητος. Μίλαγε συνέχεια για τη ζωή, μίλαγε για τους φίλους του, μίλαγε για τον ΕΝΑΝ, κι ό,τι έλεγε ήτανε σοφία!»
(Αποσπάσματα από τη συνέντευξη που έδωσε ο Στέλιος Βαμβακάρης το έτος 2014 στην τηλεόραση της Νότιας Κορέας Κορέας )
«ΤΕΤΡΑΣ, Η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ»
«Μάρκος ο Θεός - Μπάτης Ισχυρός - Στράτος ο Αθάνατος - Ελέησον Δελιάς»
Στην ιστορική πλέον «Παράγκα του Σαραντόπουλου», στη στάση Κερατζάκη στην περιοχή Ανάσταση του Πειραιά (σημερινή Ευγενία), άρχισε το 1934 να γράφει ιστορία η περίφημη «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς». Ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης στο βιβλίο του «Μούσα πολύτροπος» αναφέρει σχετικά: «Κάποιο καλοκαιριάτικο βράδυ του 1934, στην Ανάσταση, στη Δραπετσώνα του Πειραιά, στου “Σαραντόπουλου τη μάντρα”, μια παράγκα με ξύλινους πάγκους και τραπέζια σε ένα περιφραγμένο οικόπεδο, χαλάει κόσμο η “Τετράς η Ξακουστή, του Πειραιώς”...

Ο Στράτος, Φωτογραφία της περίφημης κομπανίας «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς». Διακρίνονται από αριστερά ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιώργος Μπάτης και ο πρόωρα χαμένος Ανέστης Δελιάς (Αρτέμης).
Σύμφωνα με αφηγήσεις του Μάρκου, η “Τετράς” θα αντικαταστήσει τη σμυρνέικου ύφους ορχήστρα του μαγαζιού. Καθημερινά το μαγαζί γεμίζει ασφυκτικά μετά την αλλαγή του προγράμματος. Μέσα-έξω ο κόσμος, πουτάνες από τα γειτονικά μπουρδέλα των Βούρλων, αγαπητικοί, προαγωγοί, κουτσαβάκια, κάθε λογής παράνομοι, μεροκαματιάρηδες και άνεργοι από τις γύρω φτωχοσυνοικίες, αλλά και περίεργοι από επιφανέστερα κοινωνικά διαμερίσματα, συνωστίζονται για να μη μείνουν εκτός νυμφώνος. Ο Μάρκος Βαμβακάρης παίρνει το πιο μεγάλο μεροκάματο, 125 δραχμές, ή 200 δραχμές, σύμφωνα με την “Αυτοβιογραφία” του. Οι συνεργάτες του, Μπάτης, Παγιουμτζής και Δελιάς, από 80-100 δραχμές…
Με το αζημίωτο η αστυνομία κάνει τα στραβά μάτια στον Σαραντόπουλο. Του κλείνει, όμως, λίγο αργότερα τη “μάντρα” προσωρινά, εξαιτίας μιας φασαρίας που γίνεται εκεί. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η “Τετράδα” παίζει μόνο λίγες μέρες του 1934 στου Σαραντόπουλου, ο Δελιάς διαφωνεί για τη “χαρτούρα”, αποχωρεί, και οι υπόλοιποι, μαζί με το Στέλιο Κερομύτη, μεταφέρονται στο κέντρο του Κερατζάκη, στην Ανάσταση.
Σε διπλανό μαγαζί παίζουν οι Κάβουρας, Νούρος, Περπινιάδης. Στου Σαραντόπουλου γυρίζει, τέλος του καλοκαιριού, ο Δελιάς με τους Δημήτρη Γκόγκο-Μπαγιαντέρα, Δημήτρη Λορέντζο-Μπαρούση, Κώστα Φλώρο και τη Γιώτα τραγουδίστρια, που λέει με τον Κώστα Φλώρο σμυρνέικα και α λα τούρκα άσματα, μα κανείς δεν θυμάται το επώνυμό της...»
ΠΕΡΙ ΤΗΣ «ΦΡΑΓΚΟΣΥΡΙΑΝΗΣ» Ο ΛΟΓΟΣ:

Χασάπικος, Μ. Βαμβακάρη, 1935
Μάρκος, HMV AO-2280, OGA-236, Δρόμος: Νιαβέντ
Μπουζούκι: Μάρκος, Κιθάρα: Κώστας Καρίπης
Προσέξτε: Στην 1 η κυκλοφορία του τραγουδιού το 1935, ο Μάρκος τραγουδά: «και μάγια μου ’χεις κάνει» (κα όχι «λες και μάγια μου ’χεις κάνει»). Το «λες» προστέθηκε στην ερμηνεία του τραγουδιού από τον Μπιθικώτση στις 45 στροφές το έτος 1961 (HNV 7-PG-3106, 7XGA-1249). Αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης τραγούδησε με το «λες» το έτος 1968 (δίσκος 45 στροφών, RCA Victor 2724, 7RCA 2066). Αυτή η εκτέλεση του τραγουδιού είναι και η πλέον διαδεδομένη. Η ενορχήστρωση και η διεύθυνση της ορχήστρας έχει γίνει από τον Στέλιο Βαμβακάρη, ο οποίος παίζει και μπουζούκι μαζί με τον αδελφό του Δομένικο.
Μια φούντωση μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
[και μάγια μου ’χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά](x2)
- Γεια σου Μάρκο μου ντερβίση! (Αμπατζή)
Θα ’ρθω να σε ανταμώσω
κάτω στην ακρογιαλιά
[θα ήθελα να με χορτάσεις
όλο χάδια και φιλιά](x2)
Θα σε πάρω να γυρίσω
Φοίνικα, Παρακοπή
[Γαλησσά και Ντελαγκράτσα
και ας μου ’ρθει συγκοπή](x2)
Στο Πατέλι, στο Νιχώρι
φίνα στην Αληθινή
[και στο Πισκοπιό ρομάντζα
γλυκιά μου Φραγκοσυριανή](x2)
- Γεια σου Βράχο! (Μάρκος) («Βράχος»= Σύρος)ΠΩΣ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ «ΦΡΑΓΚΟΣΥΡΙΑΝΗΣ»
Ο Μάρκος άνοιξε το 1935 ένα μαγαζί, το «Ρομαντικό μπαρ ο Μάρκος» -όπως το αποκαλούσε ο ίδιος- στα Άσπρα Χώματα, στην Παλιά Κοκκινιά. Όμως, επειδή δεν μπόρεσε να πάρει άδεια λειτουργίας, το έκλεισε το 1936, ύστερα από εννιά μήνες ταλαιπωρίας και πολλές μηνύσεις που δέχτηκε από την Αστυνομία. Στην αυτοβιογραφία του, ο Μάρκος αναφέρει ότι δεν του δόθηκε η άδεια επειδή δεν θέλησε να γίνει «καρφί» της Αστυνομίας
.Σύμφωνα με αφήγηση του Μάρκου, αμέσως μετά το κλείσιμο του μαγαζιού του, μαζί με τον Γιώργο Μπάτη και τον Γιώργο Ροβερτάκη ταξίδεψαν στην πατρίδα του την Σύρα. Εκαί έπαιξαν σε ένα παραλιακό κέντρο το οποίο γέμιζε κάθε βράδυ. Ήταν τότε που έγραψε την «Φραγκοσυριανή».
Ο Δημήτρης Βαρθαλίτης, στο περιοδικό «Συριανά Γράμματα» (τεύχος 7), δημοσιεύει συνέντευξη του Αντώνη Βαμβακάρη (του Ρόκου), που απαντώντας στην ερώτηση: «Πότε τραγούδησε ο Μάρκος την Φραγκοσυριανή για πρώτη φορά;», αναφέρει: «Το 1935, στο μαγαζί του Ταμπακά στο Γαλησσά. Μου είπε ο πατέρας μου ότι όλη την ημέρα την τραγουδούσε στην παραλία και το βράδυ, αφού την τραγούδησε στο μαγαζί, είπε στους Γαλησσιανούς ότι θα επήγαινε στην Αθήνα να την κάνει δίσκο, και αυτοί άρχισαν να γελάνε και του είπαν ότι θα τον πάρουν με τις λεμονόκουπες. Δεν φανταζόντουσαν ότι θα έχει τέτοια επιτυχία το τραγούδι.»
Στο ίδιο τεύχος του περιοδικού «Συριανά Γράμματα», στην σελίδα 125, ο Στέλιος Βαμβακάρης αναφέρει ότι ο Μάρκος του είχε εξομολογηθεί ότι η γυναίκα για την οποία έγραψε την Φραγκοσυριανή ονομάζονταν Ελπίδα Παλαμάρη.
Ο Μάρκος ωστόσο, σε συνέντευξή του, το έτος 1970, αναφέρει: «Έλαχε να πάω στη Σύρα να παίξω. Εμαζεύτηκε λοιπόν πολύς κόσμος στο μαγαζί. Απάνω Χώρα, Βροντάδος... Ξεχώρισα μια πολύ ωραία κοπέλα. Αλλά μήτε καταδέχτηκα να της μιλήσω γιατί γνώριζα τον πατέρα της. Αυτή ήθελε να με κεράσει κρασί. Τότε γι’ αυτήν έγραψα την “Φραγκοσυριανή”».
Στέλιος Βαμβακάρης: «Πάει ένας φίλος του μουσικός -γιατί τότε ήταν καλή παρέα οι πλανόδιοι μουσικοί της Σύρου, ο Αντώνης ο Κεφάλας, ο Νίκος ο Νομικός, ο Βασίλης ο Κουραμάνας και άλλοι- πάει, που λες, ένας από αυτούς και τον ρωτά: - “Τι κάνεις εδώ, ρε Μάρκο;” - “Να, κάθησα κι έγραψα ένα στιχάκι.” Ολόκληρη Φραγκοσυριανή, αυτό το αριστούργημα, το είδε σαν ένα στιχάκι!»
ΔΥΟ ΒΡΑΔΥΕΣ ΣΤΟ «ΦΑΛΗΡΙΚΟΝ» ΜΕ ΜΑΡΚΟ, ΣΤΡΑΤΟ, ΚΕΡΟΜΥΤΗ, ΣΤΕΛΛΑΚΗ
όπως τις αφηγήθηκε ο Στέλιος Βαμβακάρης στον Γιώργο Θανόπουλο
«Το μαγαζί ήτανε στην παραλία στις Τζιτζιφιές και λεγότανε “Φαληρικόν”. Δουλεύαμε εκεί τέλη του ’70 με αρχές του ‘71 μαζί με τον αδελφό μου τον Ντομένικο. Παίζαμε μπουζούκι στις φίρμες της εποχής, τον Βαγγέλη Περπινιάδη, τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τον Μπάμπη Τσετίνη. Αφεντικό ήταν ο Μαργωμένος ο οποίος με γουστάριζε, με έκανε παρέα, μιλάγαμε. Δεν ξέρω τι έκανε με τους άλλους, μαζί μου ήτανε σένιος και με πλήρωνε, ήτανε και με τον Ντομένικο, μας αγάπαγε. Μια φορά με ρώτησε ο Μαργωμένος “τι κάνει ο πατέρας σου;”. Πάνω στην κουβέντα του λέω “έχω μια σκέψη, να φτιάξουνε ένα συγκρότημα ο Κερομύτης, ο Στράτος, ο Μάρκος και μια στο τόσο, όχι συνέχεια, να βγαίνουν και να λέει ο καθένας από πέντε-έξι τραγούδια, να κατεβαίνει, να έρχεται ο άλλος και στο τέλος να λένε κι ένα τραγούδι όλοι μαζί παρέα στο πάλκο.” Πριν προλάβω να τελειώσω, μου λέει ο Μαργωμένος: “Είμαι μέσα!”.

Ο Στράτος, ο Μάρκος και ο Στέλιος στο «Φαληρικόν»
Πάω πρώτα στο Στέλιο τον Κερομύτη, τότε έκανα παρέα με τον Κερομύτη, είμαστε κολλητοί, πήγαινα σπίτι του, μου ‘δειχνε καραντουζένια, του ‘παιζα μπουζούκι και τραγούδαγε και είχαμε αδελφική σχέση, όπως είχε και με τον πατέρα μου, και του λέω: “Το Σάββατο θα ‘ρθείτε με το Μάρκο και θα παίξουμε μαζί, θα δουλέψουμε στο “Φαληρικόν”, σας θέλει το αφεντικό, θα πάρετε μεροκάματο!”. Έπαθε την πλάκα του, μου λέει: “Τι λες ρε Στέλιο, θα πάμε κι εμείς να δουλέψουμε;”. Γιατί αυτοί τώρα είχανε μεγαλώσει και δεν τους παίρνανε στα κέντρα…
Ο πατέρας μου ήταν άρρωστος, είχε αρχίσει και βάραινε, αλλά όταν του το ‘πα καύλωσε! Το ίδιο κι ο Στράτος! Με τον Στράτο θυμάμαι την ημέρα που του το είπα είχαμε συναντηθεί στο Αιγάλεω, σε ένα καφενείο στο οποίο είχε γίνει ένας φόνος τότε, κι εγώ φοβόμουνα να πάω εκεί πέρα. Αυτός πήγαινε συχνά εκεί και την άραζε, ο Στράτος ήταν άνθρωπος ανέμελος, ήτανε για την πάρτη του. Όταν του το είπα μου είπε: “Τι λες ρε Στέλιο; Θα βγω να τραγουδήσω; Θα τους σκίσω όλους!”.
Έφτασε η “ώρα της τελετής”. Βγήκε ο Κερομύτης με το μπουζούκι του, έγινε χαμός, βγήκε ο Μάρκος με το μπουζούκι του, έγινε χαμός, κι ήρθε κι η σειρά του Στράτου. Μου λέει ο Στράτος ”ταξίμι μι ματζόρε”, γυρίζει προς τον Ντομένικο και του λέει: “Ντομένικε, ταξίμι μι ματζόρε θα παίξετε κι οι δύο.” Κι αρχίζει ο Στράτος τον αμανέ! Η πιο ψηλή νότα στο μι ματζόρε είναι το σι, μετά το ντο, το ντο δίεση, το ρε, το μι μπεμόλ, μέχρι εκεί πάει το μπουζούκι, δηλαδή έχει τρία χαράκια κι έφτασες στο τέρμα. Κι όπως έκανε ο Στράτος τον αμανέ, τραγούδαγε χαμηλά και σε κάποια στιγμή έφτασε τόσο ψηλά, που δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό το πράγμα. Η νότα στην οποία έφτασε δεν βγαίνει! Ξεσηκώθηκε στο πόδι όλο το μαγαζί και σηκώνεται τότε ο Βαγγέλης ο Περπινιάδης, και έτσι όπως τραγούδαγε ο Στράτος, του φίλαγε το λαρύγγι επί πέντε λεπτά.
Εγώ όπως αγάπαγα τον πατέρα μου, αγάπαγα και τον Κερομύτη και τον Στράτο και τον Παπαϊωάννου, αυτοί όμως μεταξύ τους είχανε τα δικά τους, είχανε το «εγώ». Δεν φεύγει αυτό το πράγμα! Με έπιανε ο Στράτος και μου ‘λεγε: “Γιατί ο πατέρας σου να γράφει τόσο ωραία τραγούδια και να μη με βάζει να τα τραγουδάω;”. Ήταν το παράπονο του! Του λέω: “Αφού τα γράφει για πάρτη του, αφού έχετε την ίδια καύλα, μην παραπονιέσαι, σ’ αγαπάει!”. Ερχότανε καμιά φορά ο Στράτος στο σπίτι, τους έβλεπα στο υπόγειο που καθόντουσαν, έλεγε στο Μάρκο ότι θα πάει στην Αμερική, τα συζητάγανε...
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο “Φαληρικόν”. Αυτό το πράγμα που έγινε εκεί, τους ανέβασε πολύ. Τελείωσε η βραδυά, αγκαλιαστήκανε μεταξύ τους, πληρωθήκανε, πήραν καλό μεροκάματο, τους άρεσε και θέλανε να ξαναπαίξουνε και το άλλο Σάββατο! Ακου τώρα τι προέκυψε. Δυό τρεις μέρες μετά, όπως καθόμουνα έξω από το μαγαζί κι έκανα ένα τσιγαράκι, περνάει ο Στελλάκης ο Περπινιάδης, με ήξερε. “Τι κάνεις Στέλιο;” μου λέει, κι αμέσως το μυαλό μου μπήκε στο γρανάζι να τραγουδήσει κι αυτός! Τον φώναζα “κύριε Στέλιο” και το εκτιμούσε πολύ αυτό, του άρεσε ο τρόπος που τον σεβόμουνα – και το πίστευα. Του λέω: “Το περασμένο Σάββατο έπαιξε εδώ ο Μάρκος, ο Στράτος και ο Κερομύτης. Δεν έρχεσαι κι εσύ να τραγουδήσεις μαζί τους το Σάββατο;”. “Τι λες ρε! Θα ‘ρθω!”, μου λέει, πριν προλάβω να τελειώσω.
Τεράστιος τραγουδιστής ο Στελλάκης ο Περπινιάδης, ψάλτης μεγάλος, φοβερά σιγόντα, στο “Ξεκινάει μια ψαροπούλα” με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου είναι τρομακτικός, είναι το καλύτερο ντουέτο όλων των εποχών! Και σμίγουνε τώρα όλοι αυτοί, Κερομύτης, Στελλάκης, Στράτος, Μάρκος, κι εγώ κάθομαι και τους τσιλιάρω. Και έγινε χαμός στο “Φαληρικόν”! Τραγούδησε ο Μάρκος, ο Κερομύτης, ο Στράτος, τραγούδησε κι ο Στελλάκης, κι εμένα μου άρεσε πολύ που έπαιζα μπουζούκι για όλους αυτούς, που βαφτιζόμουνα στο επάγγελμα! Ο Στελλάκης μου την ανταπέδωσε την χειρονομία! Με υποστήριξε πάρα πολύ, θυμάμαι ότι μίλησε σε ένα ραδιόφωνο και είπε: “Του Μάρκου ο γιος ο Στέλιος είναι καλός μουσικός”. Ήτανε άλλης κοπής άνθρωποι, εκτιμούσανε! Και υπήρχε μεγάλος σεβασμός μεταξύ τους!
Άλλο Σάββατο όμως δεν είχαμε στο Φαληρικόν! Ο ένας κουράστηκε, ο άλλος αρρώστησε... Τέλη του ’71 πέθανε ο Στράτος στην Αμερική όπου είχε πάει να κάνει το ονειρό του και αρχές του ’72 ΄έφυγε κι ο Μάρκος.»
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ ΣΕ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ (78, 45, 33 Στρ.)
Τίτλος Σελ. Αγαπώ τα μαύρα μάτια 179 Αγύμναστος (Ο) 182 Αγγελοκαμωμένη 239 Άδειασέ μου τη γωνιά 200 Άδικα με κατακρίνουν 185 Αδικημένη (Η) 258 Αλάνα Πειραιώτισα 133 Αλανιάρα απ' τον Πειραία 136 Αλανιάρης 131 Αλεξαντριανή 246 Aν είσαι μάγκας 132 Αν θέλεις να με δεις γαμπρό 181 Αν φύγουμε στον πόλεμο 190 Ανάθεμά σε δεν πονείς 245 Αντιλαλούν οι φυλακές 141 Απ' όσες κι αν εγνώρισα 204 Απελπίστηκα 213 Από ξένο τόπο κι από μακρινό 293 Από τον κόσμο μακριά 215 Απόψε θα περάσω 177 Αραμπατζής (Ο) 133 Αρρώστησα στα ξένα μακρυά σου 210 Άσ' τα χαμηλοβλεπούσα 299 Άταχτη (Η) 261 Αυτά τα λόγια τα σκληρά 258 Αυτούς τους αναστεναγμούς 234 Αφ ότου εγεννήθηκα 191 Αχ τα όμορφά σου μάτια 278 Αχάριστος (Ο) 247 Βράχος (Ο) 235 Βρε μοίρα δε κουράστηκες 215 Γαϊτανοφρυδούσα 238 Γαρυφαλλάκι 291 Γέρασες και πια δεν σ’ αγαπώ 147 Γειά σας φανταράκια μας 195 Για σένα μαυρομμάτα μου 201 Για σένα ρούσα και ξανθειά 170 Για σένα υποφέρω 158 Για το γινάτι σου μωρή 124 Γιατί γιατί μου το ‘κρυψες 187 Γιατί είσαι πικραμένη 163 Γιατί μικρούλα μου 160 Γκρινιάρα (Η) 263 Γρουσούζης (Ο) 149 Δε θέλω πια να μου μιλάς 230 Δε μου μιλάς δεν με κοιτάς 159 Δεν θέλω πια να σ' αγαπώ 180 Δεν θέλω πλούτη και λεφτά 206 Δεν ξαναπαίζω ζάρια 228 Δεν παύει πια το στόμα σου 153 Δεν τον θέλω μάνα μου 147 Δερβίσσης (Ο) 119 Διαζύγιο (Το) 142 Διπρόσωπος 241 Δυο γυφτοπούλες 263 Δυο καρπούζια σ' ένα χέρι 295 Δύο μεράκια στην καρδιά μου 186 Εγώ για σένα πονηρή 248 Εγώ σε ξενύχταγα 298 Είμαι παιδάκι μάλαμα 156 Είσαι αφράτη σαν φρατζόλα 192 Είσαι μελαχροινό και νόστιμο 153 Έλα - έλα 199 Ελληνοαμερικάνα 292 Ένα λαχείο ζήταγα 184 Έρχομαι κρυφά 249 Έτσι σε θέλω 152 Εφουμέρναμε ένα βράδυ 117 Έχει όμορφες αφράτες 157 Ζηλιάρα 146 Ζητώ παντού ο καημένος 181 Η αγάπη είναι καμίνι 298 Η γυναίκα μου ζηλεύει 140 Η φλογερή σου η ματιά 273 Ήθελα ναμουν Ηρακλής 150 Ήμουνα μάγκας μια φορά… 268 Ήταν της μοίρας μου γραφτό 292 Θα ‘ρθω να σε ξυπνήσω 158 Θα σπάση το μπουζούκι μου 184 Θέλω μαστούρης να γινώ 123 Θέλω να αρχίσω τη ζωή 290 Θέλω να ξέρω κούκλα μου 205 Ισοβίτης (Ο) 140 Καβαλλιώτισσα 176 Κάβουρας (Ο) 213 Κάθε βράδυ θα σε περιμένω 253 Καλέ μάνα δεν μπορώ 239 Καλλιθιώτισσα τσακίστρα 189 Καλόγερος 198 Κάποιο βράδυ με φεγγάρι 209 Κάποτε ήμουνα κι εγώ 129 Καραντουζένι 116 Κατινάκι 159 Κάτσε φρόνιμα Μαρίκα 272 Κάτω ‘κει στη Δραπετσώνα 188 Κάφτονε Σταύρο κάφτονε 139 Κι αν είμαι φτωχαδάκι 166 Κι' αν μεθάω τα βραδάκια 199 Κλωστηρού (Η) 125 Κολπατζού (Η) 123 Κολωνάκι-Τζιτζιφιές 207 Κορδελιώτισσα 236 Κορόιδο 134 Κορόιδο άδικα γυρνάς 130 Κούλα Φραγκοσυριανή 188 Κουρτίνα (Η) 279 Λαυριώτισσα 181 Λειώνω μυστικά 169 Λόντος και Κοριάνης 122 Μ' έκανες και χώρισα 150 Μ' έκαψες τσαχπίνα 134 Μ' έμπλεξες βρε πονηρή 155 Η γυναίκα μου ζηλεύει 140 Η φλογερή σου η ματιά 273 Μ' έχουν φάει τα ξενύχτια 293 Μάγκικο τα δύο σου μάτια 238 Μάνα με μαχαιρώσανε 149 Μάνα μου με γέννησες 249 Μανούλα μου, μάνα 242 Μαρόκο 190 Μαστούρας 118 Ματσάκια πεντοχίλιαρα 202 Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια 145 Μαύρη ζωή μικρούλα μου 264 Μαύρος πειρατής 301 Με μια μονάχα σου ματιά 168 Με πλάνεψες μποέμισα 191 Με σκλάβωσε η αγάπη σου 178 Με της μυρωδιές σου 160 Μες τη χασάπικη αγορά 203 Μέσα σε μαύρο πέλαγος 271 Μέσα στη νύχτα προχωρώ 245 Μη με πληγώνεις και πονώ 205 Μια γαλανομάτα στην Αθήνα 161 Μια μικροπαντρεμένη 265 Μια όμορφη μελαχροινή 172 Μικρός αρραβωνιάστηκα 156 Μονάχος μες τη μοναξιά 162 Μόρτισσα χασικλού 118 Μου γίνηκες μπελάς 278 Μου είπαν να μη σ' αγαπώ 171 Μου είπες χίλια ψέματα 294 Μου λεν πως τρώω τα λεφτά 259 Μου το ‘παν πως μ' αρνήθηκες 176 Μουσολίνι άλλαξε γνώμη 195 Μπαγλαμά μου, μπαγλαμά μου 299 Μπαμπέσικα μου τα ‘φερες 189 Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά 203 Μπουζούκι μου διπλόχορδο 155 Μπουζούκι μου π' ακούγεσαι 240 Μπουτζαλιά 236 Μπράβο για τη μαστοριά σου 193 Μπροστά στη θάλασσα 180 Να πεθάνης 241 Να φύγεις από μένα 293 Νόστιμη μαυροματού 167 Νόστιμο τρελλό μικρό μου 161 Ξανάρθες βασιληά 136 Ξανθιά (Η) 127 Ξανθιά τρελλή γαλανομάτα 173 Ξελογιασμένη 200 Ξεμυαλίστρα 296 Ο κουμπάρος ο ψαράς 194 Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο 141 Ο Μάρκος μαθητής 135 Ο Μάρκος ο Συριανός 120 Ο Μάρκος πολυτεχνίτης 151 Ο Μάρκος υπουργός 143 Όλα εδώ πληρώνονται 206 Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά 154 Όσοι έχουνε πολλά λεφτά 145 Όταν με βλέπεις και περνώ 127 Όταν πίνω τουμπεκάκι 120 Όχι όχι 254 Παιχνιδιάρα μου 201 Πάλι μεθυσμένος είσαι 251 Πάνε τα μαθήματα 256 Παραπονιάρικό μου 243 Πάρε χαρτί και γράφε τα 299 Πατώ στα χιόνια καίγομαι 297 Πάψε να με τυραννάς 165 Πάψε να μου κάνεις την πάπια 260 Πειραιώτικος μανές 124 Πείσματα και πεισματικά 274 Πεισματάρα 164 Πες μου ποιός μάγκας 298 Πες μου τρελλοκόριτσο 274 Πλημμύρα 132 Πολίτισσα 174 Πολλά είδανε τα μάτια μου 211 Πορτοφόλι (Το) 192 Πρέπει να ξέρης μηχανή 131 Πρέπει να χτίσω ένα τζαμί 135 Προίκα εγώ δεν σου γυρεύω 293 Προσφυγοπούλα 208 Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά 172 Σ' αγάπησα να 'χω ζωή 217 Σ' αυτόν τον κόσμο τον κακό 214 Σάββατο μες στην αγορά 275 Σαν δεν με θέλεις να περνώ 293 Σαν είσαι μάγκας και νταής 130 Σαν με ιδείς και σου σφυρίζω 209 Σε αγαπώ τσαχπίνα μου 233 Σε γελάσανε 193 Σε λατρεύω - σε λατρεύω 266 Σε ξέχασα δεν σ' αγαπώ 169 Σε ποιον να πω τον πόνο μου 255 Σιγανοπαπαδίτσα 183 Σκληρόκαρδη 208 Σκύλα μ’ έκανες και λειώνω 142 Σουλτάνα μαυροφόρα 174 Στα σίδερα με βάλανε 126 Σταύρο χρυσέ μου φίλε μου 242 Σταύρος (Ο) 280 Στην Αφροδίτη θ' ανεβώ 301 Στην Πλάκα που επήγαινα 170 Στης νύχτας το σκοτάδι 163 Στο Φάληρο που πλένεσαι 157 Στο Χόλυγουντ 166 Συνάχης (Ο) 129 Συμφέρον (Το) 211 Σύρος 146 Τ’ άσπρα ρούχα 297 Τα βάσανά μου 264 Τα βράδυα στο Βοτανικό 173 Τα δύο σου μάτια τα γλυκά 202 Τα δυο σου χέρια 216 Τα δυο σου χέρια πήρανε 175 Τα ζηλιάρικά σου μάτια 164 Τα καραβοτσακίσματα 148 Τα μαγεμένα μάτια σου 125 Τα μάτια σου τ' αράπικα 121 Τα ματόκλαδά σου λάμπουν 212 Τα όμορφα τα γαλανά σου μάτια 261 Τα μπλε παράθυρά σου 165 Τα ωραία σου ματάκια 179 Τέτοια ζωή με βάσανα 204 Τη μηχανή παράτα τη 177 Τι με ωφελούν οι άνοιξες 265 Τικ τακ κάνει η καρδιά μου 268 Τις γυναίκες τις γνωρίζω 299 Το 1912 148 Το δώρο που σου έκανα 182 Το μπουζούκι στο Παρίσι 214 Το συμφέρον 290 Το συμφέρον 211 Τότε που τα’ χα τα λεφτά 167 Τουρκολιμανιώτισα γλυκειά 138 Τράβα ρε μάγκα και αλάνη 128 Τραγιάσκες 122 Τρελλή μου Πειραιώτισσα 273 Τσαγγαράκια (Τα) 194 Τώρα την καλοκαιριά μικρό μου 143 Φαληράκι και Καστέλλα 300 Φεγγάρι αν είσαι λαμπερό 243 Φίνα τ' αχεις καταφέρει 183 Φόρα τα μαύρα φόρα τα 257 Φοράς φουστάνι βυσσινί 175 Φραγκοσυριανή 137 Φτώχεια που σέρνεις τον πόνο 210 Χαϊδάρι 79 Χανουμάκια (Τα) 118 Χαρμάνης (Ο) 119 Χασαπάκια 186 Χασάπης (Ο) 126 Χριστίνα (Η) 185 Χρόνια στον Πειραία 198 Χτες το βράδυ στο σκοτάδι 137 Ψεύτικος ντουνιάς 207 Ψηλά μην χτίζεις την φωληά 178 Ώρες με θρέφει ο λουλάς 121
Τίτλος | Σελ. |
Αγαπώ τα μαύρα μάτια | 179 |
Αγύμναστος (Ο) | 182 |
Αγγελοκαμωμένη | 239 |
Άδειασέ μου τη γωνιά | 200 |
Άδικα με κατακρίνουν | 185 |
Αδικημένη (Η) | 258 |
Αλάνα Πειραιώτισα | 133 |
Αλανιάρα απ' τον Πειραία | 136 |
Αλανιάρης | 131 |
Αλεξαντριανή | 246 |
Aν είσαι μάγκας | 132 |
Αν θέλεις να με δεις γαμπρό | 181 |
Αν φύγουμε στον πόλεμο | 190 |
Ανάθεμά σε δεν πονείς | 245 |
Αντιλαλούν οι φυλακές | 141 |
Απ' όσες κι αν εγνώρισα | 204 |
Απελπίστηκα | 213 |
Από ξένο τόπο κι από μακρινό | 293 |
Από τον κόσμο μακριά | 215 |
Απόψε θα περάσω | 177 |
Αραμπατζής (Ο) | 133 |
Αρρώστησα στα ξένα μακρυά σου | 210 |
Άσ' τα χαμηλοβλεπούσα | 299 |
Άταχτη (Η) | 261 |
Αυτά τα λόγια τα σκληρά | 258 |
Αυτούς τους αναστεναγμούς | 234 |
Αφ ότου εγεννήθηκα | 191 |
Αχ τα όμορφά σου μάτια | 278 |
Αχάριστος (Ο) | 247 |
Βράχος (Ο) | 235 |
Βρε μοίρα δε κουράστηκες | 215 |
Γαϊτανοφρυδούσα | 238 |
Γαρυφαλλάκι | 291 |
Γέρασες και πια δεν σ’ αγαπώ | 147 |
Γειά σας φανταράκια μας | 195 |
Για σένα μαυρομμάτα μου | 201 |
Για σένα ρούσα και ξανθειά | 170 |
Για σένα υποφέρω | 158 |
Για το γινάτι σου μωρή | 124 |
Γιατί γιατί μου το ‘κρυψες | 187 |
Γιατί είσαι πικραμένη | 163 |
Γιατί μικρούλα μου | 160 |
Γκρινιάρα (Η) | 263 |
Γρουσούζης (Ο) | 149 |
Δε θέλω πια να μου μιλάς | 230 |
Δε μου μιλάς δεν με κοιτάς | 159 |
Δεν θέλω πια να σ' αγαπώ | 180 |
Δεν θέλω πλούτη και λεφτά | 206 |
Δεν ξαναπαίζω ζάρια | 228 |
Δεν παύει πια το στόμα σου | 153 |
Δεν τον θέλω μάνα μου | 147 |
Δερβίσσης (Ο) | 119 |
Διαζύγιο (Το) | 142 |
Διπρόσωπος | 241 |
Δυο γυφτοπούλες | 263 |
Δυο καρπούζια σ' ένα χέρι | 295 |
Δύο μεράκια στην καρδιά μου | 186 |
Εγώ για σένα πονηρή | 248 |
Εγώ σε ξενύχταγα | 298 |
Είμαι παιδάκι μάλαμα | 156 |
Είσαι αφράτη σαν φρατζόλα | 192 |
Είσαι μελαχροινό και νόστιμο | 153 |
Έλα - έλα | 199 |
Ελληνοαμερικάνα | 292 |
Ένα λαχείο ζήταγα | 184 |
Έρχομαι κρυφά | 249 |
Έτσι σε θέλω | 152 |
Εφουμέρναμε ένα βράδυ | 117 |
Έχει όμορφες αφράτες | 157 |
Ζηλιάρα | 146 |
Ζητώ παντού ο καημένος | 181 |
Η αγάπη είναι καμίνι | 298 |
Η γυναίκα μου ζηλεύει | 140 |
Η φλογερή σου η ματιά | 273 |
Ήθελα ναμουν Ηρακλής | 150 |
Ήμουνα μάγκας μια φορά… | 268 |
Ήταν της μοίρας μου γραφτό | 292 |
Θα ‘ρθω να σε ξυπνήσω | 158 |
Θα σπάση το μπουζούκι μου | 184 |
Θέλω μαστούρης να γινώ | 123 |
Θέλω να αρχίσω τη ζωή | 290 |
Θέλω να ξέρω κούκλα μου | 205 |
Ισοβίτης (Ο) | 140 |
Καβαλλιώτισσα | 176 |
Κάβουρας (Ο) | 213 |
Κάθε βράδυ θα σε περιμένω | 253 |
Καλέ μάνα δεν μπορώ | 239 |
Καλλιθιώτισσα τσακίστρα | 189 |
Καλόγερος | 198 |
Κάποιο βράδυ με φεγγάρι | 209 |
Κάποτε ήμουνα κι εγώ | 129 |
Καραντουζένι | 116 |
Κατινάκι | 159 |
Κάτσε φρόνιμα Μαρίκα | 272 |
Κάτω ‘κει στη Δραπετσώνα | 188 |
Κάφτονε Σταύρο κάφτονε | 139 |
Κι αν είμαι φτωχαδάκι | 166 |
Κι' αν μεθάω τα βραδάκια | 199 |
Κλωστηρού (Η) | 125 |
Κολπατζού (Η) | 123 |
Κολωνάκι-Τζιτζιφιές | 207 |
Κορδελιώτισσα | 236 |
Κορόιδο | 134 |
Κορόιδο άδικα γυρνάς | 130 |
Κούλα Φραγκοσυριανή | 188 |
Κουρτίνα (Η) | 279 |
Λαυριώτισσα | 181 |
Λειώνω μυστικά | 169 |
Λόντος και Κοριάνης | 122 |
Μ' έκανες και χώρισα | 150 |
Μ' έκαψες τσαχπίνα | 134 |
Μ' έμπλεξες βρε πονηρή | 155 |
Η γυναίκα μου ζηλεύει | 140 |
Η φλογερή σου η ματιά | 273 |
Μ' έχουν φάει τα ξενύχτια | 293 |
Μάγκικο τα δύο σου μάτια | 238 |
Μάνα με μαχαιρώσανε | 149 |
Μάνα μου με γέννησες | 249 |
Μανούλα μου, μάνα | 242 |
Μαρόκο | 190 |
Μαστούρας | 118 |
Ματσάκια πεντοχίλιαρα | 202 |
Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια | 145 |
Μαύρη ζωή μικρούλα μου | 264 |
Μαύρος πειρατής | 301 |
Με μια μονάχα σου ματιά | 168 |
Με πλάνεψες μποέμισα | 191 |
Με σκλάβωσε η αγάπη σου | 178 |
Με της μυρωδιές σου | 160 |
Μες τη χασάπικη αγορά | 203 |
Μέσα σε μαύρο πέλαγος | 271 |
Μέσα στη νύχτα προχωρώ | 245 |
Μη με πληγώνεις και πονώ | 205 |
Μια γαλανομάτα στην Αθήνα | 161 |
Μια μικροπαντρεμένη | 265 |
Μια όμορφη μελαχροινή | 172 |
Μικρός αρραβωνιάστηκα | 156 |
Μονάχος μες τη μοναξιά | 162 |
Μόρτισσα χασικλού | 118 |
Μου γίνηκες μπελάς | 278 |
Μου είπαν να μη σ' αγαπώ | 171 |
Μου είπες χίλια ψέματα | 294 |
Μου λεν πως τρώω τα λεφτά | 259 |
Μου το ‘παν πως μ' αρνήθηκες | 176 |
Μουσολίνι άλλαξε γνώμη | 195 |
Μπαγλαμά μου, μπαγλαμά μου | 299 |
Μπαμπέσικα μου τα ‘φερες | 189 |
Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά | 203 |
Μπουζούκι μου διπλόχορδο | 155 |
Μπουζούκι μου π' ακούγεσαι | 240 |
Μπουτζαλιά | 236 |
Μπράβο για τη μαστοριά σου | 193 |
Μπροστά στη θάλασσα | 180 |
Να πεθάνης | 241 |
Να φύγεις από μένα | 293 |
Νόστιμη μαυροματού | 167 |
Νόστιμο τρελλό μικρό μου | 161 |
Ξανάρθες βασιληά | 136 |
Ξανθιά (Η) | 127 |
Ξανθιά τρελλή γαλανομάτα | 173 |
Ξελογιασμένη | 200 |
Ξεμυαλίστρα | 296 |
Ο κουμπάρος ο ψαράς | 194 |
Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο | 141 |
Ο Μάρκος μαθητής | 135 |
Ο Μάρκος ο Συριανός | 120 |
Ο Μάρκος πολυτεχνίτης | 151 |
Ο Μάρκος υπουργός | 143 |
Όλα εδώ πληρώνονται | 206 |
Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά | 154 |
Όσοι έχουνε πολλά λεφτά | 145 |
Όταν με βλέπεις και περνώ | 127 |
Όταν πίνω τουμπεκάκι | 120 |
Όχι όχι | 254 |
Παιχνιδιάρα μου | 201 |
Πάλι μεθυσμένος είσαι | 251 |
Πάνε τα μαθήματα | 256 |
Παραπονιάρικό μου | 243 |
Πάρε χαρτί και γράφε τα | 299 |
Πατώ στα χιόνια καίγομαι | 297 |
Πάψε να με τυραννάς | 165 |
Πάψε να μου κάνεις την πάπια | 260 |
Πειραιώτικος μανές | 124 |
Πείσματα και πεισματικά | 274 |
Πεισματάρα | 164 |
Πες μου ποιός μάγκας | 298 |
Πες μου τρελλοκόριτσο | 274 |
Πλημμύρα | 132 |
Πολίτισσα | 174 |
Πολλά είδανε τα μάτια μου | 211 |
Πορτοφόλι (Το) | 192 |
Πρέπει να ξέρης μηχανή | 131 |
Πρέπει να χτίσω ένα τζαμί | 135 |
Προίκα εγώ δεν σου γυρεύω | 293 |
Προσφυγοπούλα | 208 |
Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά | 172 |
Σ' αγάπησα να 'χω ζωή | 217 |
Σ' αυτόν τον κόσμο τον κακό | 214 |
Σάββατο μες στην αγορά | 275 |
Σαν δεν με θέλεις να περνώ | 293 |
Σαν είσαι μάγκας και νταής | 130 |
Σαν με ιδείς και σου σφυρίζω | 209 |
Σε αγαπώ τσαχπίνα μου | 233 |
Σε γελάσανε | 193 |
Σε λατρεύω - σε λατρεύω | 266 |
Σε ξέχασα δεν σ' αγαπώ | 169 |
Σε ποιον να πω τον πόνο μου | 255 |
Σιγανοπαπαδίτσα | 183 |
Σκληρόκαρδη | 208 |
Σκύλα μ’ έκανες και λειώνω | 142 |
Σουλτάνα μαυροφόρα | 174 |
Στα σίδερα με βάλανε | 126 |
Σταύρο χρυσέ μου φίλε μου | 242 |
Σταύρος (Ο) | 280 |
Στην Αφροδίτη θ' ανεβώ | 301 |
Στην Πλάκα που επήγαινα | 170 |
Στης νύχτας το σκοτάδι | 163 |
Στο Φάληρο που πλένεσαι | 157 |
Στο Χόλυγουντ | 166 |
Συνάχης (Ο) | 129 |
Συμφέρον (Το) | 211 |
Σύρος | 146 |
Τ’ άσπρα ρούχα | 297 |
Τα βάσανά μου | 264 |
Τα βράδυα στο Βοτανικό | 173 |
Τα δύο σου μάτια τα γλυκά | 202 |
Τα δυο σου χέρια | 216 |
Τα δυο σου χέρια πήρανε | 175 |
Τα ζηλιάρικά σου μάτια | 164 |
Τα καραβοτσακίσματα | 148 |
Τα μαγεμένα μάτια σου | 125 |
Τα μάτια σου τ' αράπικα | 121 |
Τα ματόκλαδά σου λάμπουν | 212 |
Τα όμορφα τα γαλανά σου μάτια | 261 |
Τα μπλε παράθυρά σου | 165 |
Τα ωραία σου ματάκια | 179 |
Τέτοια ζωή με βάσανα | 204 |
Τη μηχανή παράτα τη | 177 |
Τι με ωφελούν οι άνοιξες | 265 |
Τικ τακ κάνει η καρδιά μου | 268 |
Τις γυναίκες τις γνωρίζω | 299 |
Το 1912 | 148 |
Το δώρο που σου έκανα | 182 |
Το μπουζούκι στο Παρίσι | 214 |
Το συμφέρον | 290 |
Το συμφέρον | 211 |
Τότε που τα’ χα τα λεφτά | 167 |
Τουρκολιμανιώτισα γλυκειά | 138 |
Τράβα ρε μάγκα και αλάνη | 128 |
Τραγιάσκες | 122 |
Τρελλή μου Πειραιώτισσα | 273 |
Τσαγγαράκια (Τα) | 194 |
Τώρα την καλοκαιριά μικρό μου | 143 |
Φαληράκι και Καστέλλα | 300 |
Φεγγάρι αν είσαι λαμπερό | 243 |
Φίνα τ' αχεις καταφέρει | 183 |
Φόρα τα μαύρα φόρα τα | 257 |
Φοράς φουστάνι βυσσινί | 175 |
Φραγκοσυριανή | 137 |
Φτώχεια που σέρνεις τον πόνο | 210 |
Χαϊδάρι | 79 |
Χανουμάκια (Τα) | 118 |
Χαρμάνης (Ο) | 119 |
Χασαπάκια | 186 |
Χασάπης (Ο) | 126 |
Χριστίνα (Η) | 185 |
Χρόνια στον Πειραία | 198 |
Χτες το βράδυ στο σκοτάδι | 137 |
Ψεύτικος ντουνιάς | 207 |
Ψηλά μην χτίζεις την φωληά | 178 |
Ώρες με θρέφει ο λουλάς | 121 |
Επικοινωνήστε μαζί μας
Μάρκος Βαμβακάρης
© Copyright 2023 markosvamvakaris.gr