ΒΙΒΛΙΟ

Μάρκος
ο Συριανός

Ένα «βιβλίο - εγκυκλοπαίδεια» για τη ζωή και τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη.

Από τον Γιώργο Θανόπουλο και τον Διονύση Μανιάτη με την πολύτιμη βοήθεια του Στέλιου Βαμβακάρη.



Κεντρική Διάθεση: Music Corner
Πανεπιστημίου 56, 10678 Αθήνα
Τηλ. 210-33040000
info@musiccornerstore.gr

Παρουσίαση Βιβλίου


Η παρουσίαση του βιβλίου "Ο Μάρκος ο Συριανός – Μάρκου Βαμβακάρη, Άπαντα", θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 2025 και ώρα 19:00, στην Αίθουσα Γιάννης Μαρίνος του Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

ΟΜΙΛΗΤΕΣ

Λίνα Νικολακοπούλου, ποιήτρια, στιχουργός
Γιώργος Κοκκώνης, μουσικολόγος, αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Μουσικών Σπουδών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Γιώργος Θανόπουλος, συγγραφέας του βιβλίου Μάρκος ο Συριανός

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ

Στεφανία Μεράκου, μουσικολόγος, πρώην διευθύντρια Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη» του Συλλόγου Οι Φίλοι τη Μουσικής

Έγραψαν για μας

parallaximag.gr

documentonews.gr

efsyn.gr

ogdoo.gr

σελιδεσ απο το βιβλιο

ΤΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ

Ο πατέρας του Μάρκου, ο Δομένικος, είχε δύο αδελφούς. Τον Αντώνη που έπαιζε καλή γκάιντα και τον Μορφίνη ο οποίος πέθανε στην Αμερική και ο οποίος έπαιζε γκάιντα και μπουζούκι. Είναι γνωστό ότι και ο πατέρας του Μάρκου έπαιζε γκάιντα και μπουζούκι. Ο Μάρκος αναφέρει σχετικά: «Έπαιζα τούμπανο απ’ την ηλικία των έξι χρονών κι ακολουθούσα τον πατέρα μου. Γκάιντα ο πατέρας μου, τούμπανο εγώ. Έπαιζα ρυθμούς του συρτού, μπάλους, κρητικά, με ξυλαράκι. Έπαιξα με τον πατέρα μου τις Απόκριες τρεις-τέσσαρες χρονιές. Από την πρώτη Κυριακή που αρχίζανε οι Απόκριες, μέχρι την Καθαρά Δευτέρα…»


Μάρκος Βαμβακάρης ή Ρόκος = παππούς του Μάρκου Δομένικος (γκάιντα, μπουζούκι) = πατέρας του Ελπίδα (Προβελέγγιου) = μητέρα του Αντώνης (γκάιντα) και Μορφίνης (γκάιντα, μπουζούκι) = θείοι του Λεονάρδος, Φραγκίσκος, Γκράτσια, Ρόζα, Αργύρης (συνθέτης, μπουζούκι) = αδέλφια του Μάρκου Βαγγελιώ (πατρικό Βεργίου) = σύζυγος (στη φωτογραφία με το Μάρκο) Βασίλης (καπετάνιος), Στέλιος (συνθέτης, μπουζούκι), Δομένικος (καθηγητής μουσικής, πιάνο, μπουζούκι) = τα τρία παιδιά του Μάρκου και της Βαγγελιώς

Ο ΜΑΡΚΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ

«Είμαι ο Μάρκος. Από το σπίτι το δικό μου πηγάζει η αλήθεια όλη για το μπουζούκι. Όσοι άλλοι να πούνε και να δείξουνε, δεν ξέρουν ό,τι εγώ ξέρω για το μπουζούκι, διότι υπέφερα για το όργανο αυτό... Έχασα το παν. Δεν μ’ ένοιαζε ούτε για τον εαυτό μου, ούτε για τίποτες. Τι να σου πω. Μπορεί να είχα λεφτά και να μου λέγανε ότι θα τα χάσεις. Δεν με νοιάζει δεκάρα. Όμως το έχω παράπονο. Και έχω κι άλλο παράπονο πιο μεγάλο. Όλοι αυτοί οι μεγάλοι μπουζουξήδες είναι αχάριστοι. Όλοι αυτοί. Έπρεπε αυτοί κάθε μέρα να’ χουνε ένα καντήλι κάτω από τον Άγιο Μάρκο. Διότι αν δεν ήμουνα εγώ, πώς θα ήτανε αυτοί εκατομμυριούχοι; Μπορεί να’ χουνε αυτοί αξία· δεν αμφιβάλλω. Αλλά ήμουνα εγώ πρώτος που έστρωσα το τραπέζι και τους είπα ορίστε, καθήστε να φάμε. Κι αυτοί γιομήσαν την κοιλιά τους κι εγώ έμεινα νηστικός στην μπάντα. Αφού αρρώστησα και δεν ήρθε κανένας να με ρωτήσει “τι κάνεις;” Κανένας. Ρε τον δάσκαλό σου, ρε... Βρε ό,τι και να κάνεις, ό,τι και να πεις, εγώ είμαι ο δάσκαλός σου. Αφού είμαι ο πρώτος. Είμαι ο δάσκαλός σου...»

Με τα παραπάνω λόγια ο Μάρκος εκφράζει μια δικαιολογημένη και βαθιά ανθρώπινη πικρία γιατί λόγω της κατάστασης της εποχής δεν μπόρεσε να «εξαργυρώσει» την αξία της δημιουργίας του, ούτε υλικά αλλά ούτε και ηθικά. Περιθωριακός, κατατρεγμένος, με πάθη και κακουχίες, «άνθησε» στα δύσκολα χρόνια της αρχής του 20ού αιώνα, έχοντας μεγάλη απήχηση σ’ αυτούς των οποίων τα «καραβοτσακίσματα» τραγούδησε: τους φτωχούς, τους παρατημένους στην τύχη, τους πρόσφυγες, τους κοινωνικά περιθωριοποιημένους. Αυθεντικός δημιουργός, έγραψε τραγούδια γνήσια και βιωματικά. Ό,τι εμπνεύστηκε και μετέτρεψε σε υψηλή λαϊκή τέχνη βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με ό,τι και όπως έζησε.

Ο Μάρκος δεν έγραψε τραγούδια με σκοπό να γίνουν επιτυχίες, αλλά ανυποψίαστος -γι’ αυτό και αυθεντικός- «διηγήθηκε» την εποχή του, πάσχοντας ο ίδιος και τραγουδώντας. Το έργο του Μάρκου, αναγνωρισμένο ως ο «πυλώνας» του λαϊκού μας τραγουδιού, αποτέλεσε το σκαλοπάτι πάνω στο οποίο πάτησαν οι επόμενοι λαϊκοί μουσικοί για να ανέβουν τη σκάλα της δημιουργίας αλλά και της καταξίωσης στην καρδιά του ευρύτερου κοινού (εργάτες, οικογενειάρχες, μεσαία αλλά και ανώτερα κοινωνικά στρώματα). Οι δισκογραφικές εταιρείες στηρίχτηκαν πάνω στο έργο του Μάρκου και δημιούργησαν ένα νέο προσοδοφόρο «προϊόν» για την αγορά, οι καλλιτέχνες ταξίδεψαν στον κόσμο, όπου υπάρχει Ελληνισμός, και αποκόμισαν σημαντικά οικονομικά οφέλη. Ενώ, λοιπόν, όλοι επωφελήθηκαν, εκείνος έμεινε «στην απ’ έξω». Βέβαια, τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντα ο λαός, που με την αγάπη του έχει φυλάξει για το Μάρκο την καλύτερη θέση στη συλλογική του συνείδηση. Αυτήν του «Πατριάρχη» του λαϊκού μας τραγουδιού. Άλλωστε, αποτελεί κανόνα της ιστορίας των λαών ότι το καινούργιο για να γεννηθεί «χρησιμοποιεί» και πολλές φορές «γκρεμίζει» το παλιό. Στο τέλος, όμως, η πραγματική αξία βρίσκει τη θέση της.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ:

«ΚΟΥΒΑΛΑΩ ΕΝΑΝ ΜΑΡΚΟ ΜΕΣΑ ΜΟΥ»

«Εγώ ολόκληρος κουβαλάω έναν Μάρκο μέσα μου, όχι από τώρα, από την ώρα που γεννήθηκα! Πάθος είναι, πατέρας με γιο, πώς να το πούμε, είναι αγάπη πολύ μεγάλη αυτή, δεν εξηγείται, ...και τρόπος ζωής γιατί εγώ μεγάλωσα με τον πατέρα μου και τον είδα τον πατέρα μου να κλαίει, τον είδα να ’ναι ευτυχισμένος, τον είδα να γελάει, τον είδα να μ’ έχει σαν παιδί του, τον είδα να μ’ έχει σαν δούλο του, τον είδα να με χρησιμοποιεί.

Δηλαδή πέρασα όλες τις φάσεις μαζί με έναν άνθρωπο που ήτανε άρρωστος, που ήτανε ταλαιπωρημένος, και που είχε όμως πολύ μεγάλη αγάπη για την οικογένειά του, και αγωνία για να την ζήσει.

Και φτάνουμε σε πράγματα, και μπαίνουμε σε ιστορίες. Δεν είχε βγάλει ο Μάρκος ένα τραγούδι που μιλάει για το φεγγάρι; “Ποτέ μη θες, φεγγάρι μου, ανθρώπους να γνωρίσεις, γιατί τα βάσανα της γης και συ θα τ’ αποκτήσεις”

Τι μας λέει με το τραγούδι αυτό; Μας λέει ότι ήτανε απογοητευμένος ο Μάρκος, ότι ήτανε προδομένος από παντού, ήτανε ένας άνθρωπος χαμένος, ήτανε καταρρακωμένος, κι έλεγε “τίποτα πια δεν υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή”. 

Κι ο μόνος τρόπος που μπορούσε να μιλάει και να ζει ήτανε να γράφει στιχάκια, ήτανε ν’ ακούει τα πουλάκια και να κάνει μουσικές από τη μελωδία τους. Είχαμε δεκάδες κλουβιά στην αυλή. Είχαμε κι έναν γάιδαρο κουτσό, και με αυτόν ο Μάρκος πήγαινε στη λαϊκή για να ψωνίσει για την οικογένειά του. Είχαμε και μια κόκκινη γάτα, τη λέγαμε Τόσκα, σαν την όπερα του Πουτσίνι. Τη γάτα αυτή την είχε συνέχεια επάνω στον ώμο του· κι η Τόσκα έκανε κωλοτούμπες μόλις έβλεπε το Μάρκο. Τον έπαιρνε χαμπάρι από πολύ μακριά. 

Ο Μάρκος είχε μεγάλη οντότητα, είχε κύρος, τεράστια δύναμη, είχε ένα επιβλητικό πράγμα μέσα του! Αυτός ο άνθρωπος ήταν μοναδικός και ανεκτίμητος. Μίλαγε συνέχεια για τη ζωή, μίλαγε για τους φίλους του, μίλαγε για τον ΕΝΑΝ, κι ό,τι έλεγε ήτανε σοφία!» 

(Αποσπάσματα από τη συνέντευξη που έδωσε ο Στέλιος Βαμβακάρης το έτος 2014 στην τηλεόραση της Νότιας Κορέας Κορέας )

«ΤΕΤΡΑΣ, Η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ»

«Μάρκος ο Θεός - Μπάτης Ισχυρός - Στράτος ο Αθάνατος - Ελέησον Δελιάς»

Στην ιστορική πλέον «Παράγκα του Σαραντόπουλου», στη στάση Κερατζάκη στην περιοχή Ανάσταση του Πειραιά (σημερινή Ευγενία), άρχισε το 1934 να γράφει ιστορία η περίφημη «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς». Ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης στο βιβλίο του «Μούσα πολύτροπος» αναφέρει σχετικά: «Κάποιο καλοκαιριάτικο βράδυ του 1934, στην Ανάσταση, στη Δραπετσώνα του Πειραιά, στου “Σαραντόπουλου τη μάντρα”, μια παράγκα με ξύλινους πάγκους και τραπέζια σε ένα περιφραγμένο οικόπεδο, χαλάει κόσμο η “Τετράς η Ξακουστή, του Πειραιώς”...

Ο Στράτος, Φωτογραφία της περίφημης κομπανίας «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς». Διακρίνονται από αριστερά ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιώργος Μπάτης και ο πρόωρα χαμένος Ανέστης Δελιάς (Αρτέμης).

Σύμφωνα με αφηγήσεις του Μάρκου, η “Τετράς” θα αντικαταστήσει τη σμυρνέικου ύφους ορχήστρα του μαγαζιού. Καθημερινά το μαγαζί γεμίζει ασφυκτικά μετά την αλλαγή του προγράμματος. Μέσα-έξω ο κόσμος, πουτάνες από τα γειτονικά μπουρδέλα των Βούρλων, αγαπητικοί, προαγωγοί, κουτσαβάκια, κάθε λογής παράνομοι, μεροκαματιάρηδες και άνεργοι από τις γύρω φτωχοσυνοικίες, αλλά και περίεργοι από επιφανέστερα κοινωνικά διαμερίσματα, συνωστίζονται για να μη μείνουν εκτός νυμφώνος. Ο Μάρκος Βαμβακάρης παίρνει το πιο μεγάλο μεροκάματο, 125 δραχμές, ή 200 δραχμές, σύμφωνα με την “Αυτοβιογραφία” του. Οι συνεργάτες του, Μπάτης, Παγιουμτζής και Δελιάς, από 80-100 δραχμές… 

Με το αζημίωτο η αστυνομία κάνει τα στραβά μάτια στον Σαραντόπουλο. Του κλείνει, όμως, λίγο αργότερα τη “μάντρα” προσωρινά, εξαιτίας μιας φασαρίας που γίνεται εκεί. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η “Τετράδα” παίζει μόνο λίγες μέρες του 1934 στου Σαραντόπουλου, ο Δελιάς διαφωνεί για τη “χαρτούρα”, αποχωρεί, και οι υπόλοιποι, μαζί με το Στέλιο Κερομύτη, μεταφέρονται στο κέντρο του Κερατζάκη, στην Ανάσταση. 

 Σε διπλανό μαγαζί παίζουν οι Κάβουρας, Νούρος, Περπινιάδης. Στου Σαραντόπουλου γυρίζει, τέλος του καλοκαιριού, ο Δελιάς με τους Δημήτρη Γκόγκο-Μπαγιαντέρα, Δημήτρη Λορέντζο-Μπαρούση, Κώστα Φλώρο και τη Γιώτα τραγουδίστρια, που λέει με τον Κώστα Φλώρο σμυρνέικα και α λα τούρκα άσματα, μα κανείς δεν θυμάται το επώνυμό της...»

ΠΕΡΙ ΤΗΣ «ΦΡΑΓΚΟΣΥΡΙΑΝΗΣ» Ο ΛΟΓΟΣ:

Χασάπικος, Μ. Βαμβακάρη, 1935

Μάρκος, HMV AO-2280, OGA-236, Δρόμος: Νιαβέντ

Μπουζούκι: Μάρκος, Κιθάρα: Κώστας Καρίπης

Προσέξτε: Στην 1 η κυκλοφορία του τραγουδιού το 1935, ο Μάρκος τραγουδά: «και μάγια μου ’χεις κάνει» (κα όχι «λες και μάγια μου ’χεις κάνει»). Το «λες» προστέθηκε στην ερμηνεία του τραγουδιού από τον Μπιθικώτση στις 45 στροφές το έτος 1961 (HNV 7-PG-3106, 7XGA-1249). Αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης τραγούδησε με το «λες» το έτος 1968 (δίσκος 45 στροφών, RCA Victor 2724, 7RCA 2066). Αυτή η εκτέλεση του τραγουδιού είναι και η πλέον διαδεδομένη. Η ενορχήστρωση και η διεύθυνση της ορχήστρας έχει γίνει από τον Στέλιο Βαμβακάρη, ο οποίος παίζει και μπουζούκι μαζί με τον αδελφό του Δομένικο.

Μια φούντωση μια φλόγα

έχω μέσα στην καρδιά

[και μάγια μου ’χεις κάνει

Φραγκοσυριανή γλυκιά](x2)

- Γεια σου Μάρκο μου ντερβίση! (Αμπατζή)

Θα ’ρθω να σε ανταμώσω

κάτω στην ακρογιαλιά

[θα ήθελα να με χορτάσεις

όλο χάδια και φιλιά](x2)

Θα σε πάρω να γυρίσω

Φοίνικα, Παρακοπή

[Γαλησσά και Ντελαγκράτσα

και ας μου ’ρθει συγκοπή](x2)

Στο Πατέλι, στο Νιχώρι

φίνα στην Αληθινή

[και στο Πισκοπιό ρομάντζα

γλυκιά μου Φραγκοσυριανή](x2)

- Γεια σου Βράχο! (Μάρκος) («Βράχος»= Σύρος)

ΠΩΣ ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ «ΦΡΑΓΚΟΣΥΡΙΑΝΗΣ»

Ο Μάρκος άνοιξε το 1935 ένα μαγαζί, το «Ρομαντικό μπαρ ο Μάρκος» -όπως το αποκαλούσε ο ίδιος- στα Άσπρα Χώματα, στην Παλιά Κοκκινιά. Όμως, επειδή δεν μπόρεσε να πάρει άδεια λειτουργίας, το έκλεισε το 1936, ύστερα από εννιά μήνες ταλαιπωρίας και πολλές μηνύσεις που δέχτηκε από την Αστυνομία. Στην αυτοβιογραφία του, ο Μάρκος αναφέρει ότι δεν του δόθηκε η άδεια επειδή δεν θέλησε να γίνει «καρφί» της Αστυνομίας

.Σύμφωνα με αφήγηση του Μάρκου, αμέσως μετά το κλείσιμο του μαγαζιού του, μαζί με τον Γιώργο Μπάτη και τον Γιώργο Ροβερτάκη ταξίδεψαν στην πατρίδα του την Σύρα. Εκαί έπαιξαν σε ένα παραλιακό κέντρο το οποίο γέμιζε κάθε βράδυ. Ήταν τότε που έγραψε την «Φραγκοσυριανή». 

Ο Δημήτρης Βαρθαλίτης, στο περιοδικό «Συριανά Γράμματα» (τεύχος 7), δημοσιεύει συνέντευξη του Αντώνη Βαμβακάρη (του Ρόκου), που απαντώντας στην ερώτηση: «Πότε τραγούδησε ο Μάρκος την Φραγκοσυριανή για πρώτη φορά;», αναφέρει: «Το 1935, στο μαγαζί του Ταμπακά στο Γαλησσά. Μου είπε ο πατέρας μου ότι όλη την ημέρα την τραγουδούσε στην παραλία και το βράδυ, αφού την τραγούδησε στο μαγαζί, είπε στους Γαλησσιανούς ότι θα επήγαινε στην Αθήνα να την κάνει δίσκο, και αυτοί άρχισαν να γελάνε και του είπαν ότι θα τον πάρουν με τις λεμονόκουπες. Δεν φανταζόντουσαν ότι θα έχει τέτοια επιτυχία το τραγούδι.» 

Στο ίδιο τεύχος του περιοδικού «Συριανά Γράμματα», στην σελίδα 125, ο Στέλιος Βαμβακάρης αναφέρει ότι ο Μάρκος του είχε εξομολογηθεί ότι η γυναίκα για την οποία έγραψε την Φραγκοσυριανή ονομάζονταν Ελπίδα Παλαμάρη. 

Ο Μάρκος ωστόσο, σε συνέντευξή του, το έτος 1970, αναφέρει: «Έλαχε να πάω στη Σύρα να παίξω. Εμαζεύτηκε λοιπόν πολύς κόσμος στο μαγαζί. Απάνω Χώρα, Βροντάδος... Ξεχώρισα μια πολύ ωραία κοπέλα. Αλλά μήτε καταδέχτηκα να της μιλήσω γιατί γνώριζα τον πατέρα της. Αυτή ήθελε να με κεράσει κρασί. Τότε γι’ αυτήν έγραψα την “Φραγκοσυριανή”». 

Στέλιος Βαμβακάρης: «Πάει ένας φίλος του μουσικός -γιατί τότε ήταν καλή παρέα οι πλανόδιοι μουσικοί της Σύρου, ο Αντώνης ο Κεφάλας, ο Νίκος ο Νομικός, ο Βασίλης ο Κουραμάνας και άλλοι- πάει, που λες, ένας από αυτούς και τον ρωτά: - “Τι κάνεις εδώ, ρε Μάρκο;” - “Να, κάθησα κι έγραψα ένα στιχάκι.” Ολόκληρη Φραγκοσυριανή, αυτό το αριστούργημα, το είδε σαν ένα στιχάκι!»

ΔΥΟ ΒΡΑΔΥΕΣ ΣΤΟ «ΦΑΛΗΡΙΚΟΝ» ΜΕ ΜΑΡΚΟ, ΣΤΡΑΤΟ, ΚΕΡΟΜΥΤΗ, ΣΤΕΛΛΑΚΗ

όπως τις αφηγήθηκε ο Στέλιος Βαμβακάρης στον Γιώργο Θανόπουλο

«Το μαγαζί ήτανε στην παραλία στις Τζιτζιφιές και λεγότανε “Φαληρικόν”. Δουλεύαμε εκεί τέλη του ’70 με αρχές του ‘71 μαζί με τον αδελφό μου τον Ντομένικο. Παίζαμε μπουζούκι στις φίρμες της εποχής, τον Βαγγέλη Περπινιάδη, τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τον Μπάμπη Τσετίνη. Αφεντικό ήταν ο Μαργωμένος ο οποίος με γουστάριζε, με έκανε παρέα, μιλάγαμε. Δεν ξέρω τι έκανε με τους άλλους, μαζί μου ήτανε σένιος και με πλήρωνε, ήτανε και με τον Ντομένικο, μας αγάπαγε. Μια φορά με ρώτησε ο Μαργωμένος “τι κάνει ο πατέρας σου;”. Πάνω στην κουβέντα του λέω “έχω μια σκέψη, να φτιάξουνε ένα συγκρότημα ο Κερομύτης, ο Στράτος, ο Μάρκος και μια στο τόσο, όχι συνέχεια, να βγαίνουν και να λέει ο καθένας από πέντε-έξι τραγούδια, να κατεβαίνει, να έρχεται ο άλλος και στο τέλος να λένε κι ένα τραγούδι όλοι μαζί παρέα στο πάλκο.” Πριν προλάβω να τελειώσω, μου λέει ο Μαργωμένος: “Είμαι μέσα!”.

Ο Στράτος, ο Μάρκος και ο Στέλιος στο «Φαληρικόν»

Πάω πρώτα στο Στέλιο τον Κερομύτη, τότε έκανα παρέα με τον Κερομύτη, είμαστε κολλητοί, πήγαινα σπίτι του, μου ‘δειχνε καραντουζένια, του ‘παιζα μπουζούκι και τραγούδαγε και είχαμε αδελφική σχέση, όπως είχε και με τον πατέρα μου, και του λέω: “Το Σάββατο θα ‘ρθείτε με το Μάρκο και θα παίξουμε μαζί, θα δουλέψουμε στο “Φαληρικόν”, σας θέλει το αφεντικό, θα πάρετε μεροκάματο!”. Έπαθε την πλάκα του, μου λέει: “Τι λες ρε Στέλιο, θα πάμε κι εμείς να δουλέψουμε;”. Γιατί αυτοί τώρα είχανε μεγαλώσει και δεν τους παίρνανε στα κέντρα… 

Ο πατέρας μου ήταν άρρωστος, είχε αρχίσει και βάραινε, αλλά όταν του το ‘πα καύλωσε! Το ίδιο κι ο Στράτος! Με τον Στράτο θυμάμαι την ημέρα που του το είπα είχαμε συναντηθεί στο Αιγάλεω, σε ένα καφενείο στο οποίο είχε γίνει ένας φόνος τότε, κι εγώ φοβόμουνα να πάω εκεί πέρα. Αυτός πήγαινε συχνά εκεί και την άραζε, ο Στράτος ήταν άνθρωπος ανέμελος, ήτανε για την πάρτη του. Όταν του το είπα μου είπε: “Τι λες ρε Στέλιο; Θα βγω να τραγουδήσω; Θα τους σκίσω όλους!”. 

Έφτασε η “ώρα της τελετής”. Βγήκε ο Κερομύτης με το μπουζούκι του, έγινε χαμός, βγήκε ο Μάρκος με το μπουζούκι του, έγινε χαμός, κι ήρθε κι η σειρά του Στράτου. Μου λέει ο Στράτος ”ταξίμι μι ματζόρε”, γυρίζει προς τον Ντομένικο και του λέει: “Ντομένικε, ταξίμι μι ματζόρε θα παίξετε κι οι δύο.” Κι αρχίζει ο Στράτος τον αμανέ! Η πιο ψηλή νότα στο μι ματζόρε είναι το σι, μετά το ντο, το ντο δίεση, το ρε, το μι μπεμόλ, μέχρι εκεί πάει το μπουζούκι, δηλαδή έχει τρία χαράκια κι έφτασες στο τέρμα. Κι όπως έκανε ο Στράτος τον αμανέ, τραγούδαγε χαμηλά και σε κάποια στιγμή έφτασε τόσο ψηλά, που δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό το πράγμα. Η νότα στην οποία έφτασε δεν βγαίνει! Ξεσηκώθηκε στο πόδι όλο το μαγαζί και σηκώνεται τότε ο Βαγγέλης ο Περπινιάδης, και έτσι όπως τραγούδαγε ο Στράτος, του φίλαγε το λαρύγγι επί πέντε λεπτά. 

Εγώ όπως αγάπαγα τον πατέρα μου, αγάπαγα και τον Κερομύτη και τον Στράτο και τον Παπαϊωάννου, αυτοί όμως μεταξύ τους είχανε τα δικά τους, είχανε το «εγώ». Δεν φεύγει αυτό το πράγμα! Με έπιανε ο Στράτος και μου ‘λεγε: “Γιατί ο πατέρας σου να γράφει τόσο ωραία τραγούδια και να μη με βάζει να τα τραγουδάω;”. Ήταν το παράπονο του! Του λέω: “Αφού τα γράφει για πάρτη του, αφού έχετε την ίδια καύλα, μην παραπονιέσαι, σ’ αγαπάει!”. Ερχότανε καμιά φορά ο Στράτος στο σπίτι, τους έβλεπα στο υπόγειο που καθόντουσαν, έλεγε στο Μάρκο ότι θα πάει στην Αμερική, τα συζητάγανε... 

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο “Φαληρικόν”. Αυτό το πράγμα που έγινε εκεί, τους ανέβασε πολύ. Τελείωσε η βραδυά, αγκαλιαστήκανε μεταξύ τους, πληρωθήκανε, πήραν καλό μεροκάματο, τους άρεσε και θέλανε να ξαναπαίξουνε και το άλλο Σάββατο! Ακου τώρα τι προέκυψε. Δυό τρεις μέρες μετά, όπως καθόμουνα έξω από το μαγαζί κι έκανα ένα τσιγαράκι, περνάει ο Στελλάκης ο Περπινιάδης, με ήξερε. “Τι κάνεις Στέλιο;” μου λέει, κι αμέσως το μυαλό μου μπήκε στο γρανάζι να τραγουδήσει κι αυτός! Τον φώναζα “κύριε Στέλιο” και το εκτιμούσε πολύ αυτό, του άρεσε ο τρόπος που τον σεβόμουνα – και το πίστευα. Του λέω: “Το περασμένο Σάββατο έπαιξε εδώ ο Μάρκος, ο Στράτος και ο Κερομύτης. Δεν έρχεσαι κι εσύ να τραγουδήσεις μαζί τους το Σάββατο;”. “Τι λες ρε! Θα ‘ρθω!”, μου λέει, πριν προλάβω να τελειώσω. 

Τεράστιος τραγουδιστής ο Στελλάκης ο Περπινιάδης, ψάλτης μεγάλος, φοβερά σιγόντα, στο “Ξεκινάει μια ψαροπούλα” με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου είναι τρομακτικός, είναι το καλύτερο ντουέτο όλων των εποχών! Και σμίγουνε τώρα όλοι αυτοί, Κερομύτης, Στελλάκης, Στράτος, Μάρκος, κι εγώ κάθομαι και τους τσιλιάρω. Και έγινε χαμός στο “Φαληρικόν”! Τραγούδησε ο Μάρκος, ο Κερομύτης, ο Στράτος, τραγούδησε κι ο Στελλάκης, κι εμένα μου άρεσε πολύ που έπαιζα μπουζούκι για όλους αυτούς, που βαφτιζόμουνα στο επάγγελμα! Ο Στελλάκης μου την ανταπέδωσε την χειρονομία! Με υποστήριξε πάρα πολύ, θυμάμαι ότι μίλησε σε ένα ραδιόφωνο και είπε: “Του Μάρκου ο γιος ο Στέλιος είναι καλός μουσικός”. Ήτανε άλλης κοπής άνθρωποι, εκτιμούσανε! Και υπήρχε μεγάλος σεβασμός μεταξύ τους! 

 Άλλο Σάββατο όμως δεν είχαμε στο Φαληρικόν! Ο ένας κουράστηκε, ο άλλος αρρώστησε... Τέλη του ’71 πέθανε ο Στράτος στην Αμερική όπου είχε πάει να κάνει το ονειρό του και αρχές του ’72 ΄έφυγε κι ο Μάρκος.»

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ ΣΕ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ (78, 45, 33 Στρ.)

Τίτλος Σελ.
Αγαπώ τα μαύρα μάτια 179
Αγύμναστος (Ο) 182
Αγγελοκαμωμένη 239
Άδειασέ μου τη γωνιά 200
Άδικα με κατακρίνουν 185
Αδικημένη (Η) 258
Αλάνα Πειραιώτισα 133
Αλανιάρα απ' τον Πειραία 136
Αλανιάρης 131
Αλεξαντριανή 246
Aν είσαι μάγκας 132
Αν θέλεις να με δεις γαμπρό 181
Αν φύγουμε στον πόλεμο 190
Ανάθεμά σε δεν πονείς 245
Αντιλαλούν οι φυλακές 141
Απ' όσες κι αν εγνώρισα 204
Απελπίστηκα 213
Από ξένο τόπο κι από μακρινό 293
Από τον κόσμο μακριά 215
Απόψε θα περάσω 177
Αραμπατζής (Ο) 133
Αρρώστησα στα ξένα μακρυά σου 210
Άσ' τα χαμηλοβλεπούσα 299
Άταχτη (Η) 261
Αυτά τα λόγια τα σκληρά 258
Αυτούς τους αναστεναγμούς 234
Αφ ότου εγεννήθηκα 191
Αχ τα όμορφά σου μάτια 278
Αχάριστος (Ο) 247
Βράχος (Ο) 235
Βρε μοίρα δε κουράστηκες 215
Γαϊτανοφρυδούσα 238
Γαρυφαλλάκι 291
Γέρασες και πια δεν σ’ αγαπώ 147
Γειά σας φανταράκια μας 195
Για σένα μαυρομμάτα μου 201
Για σένα ρούσα και ξανθειά 170
Για σένα υποφέρω 158
Για το γινάτι σου μωρή 124
Γιατί γιατί μου το ‘κρυψες 187
Γιατί είσαι πικραμένη 163
Γιατί μικρούλα μου 160
Γκρινιάρα (Η) 263
Γρουσούζης (Ο) 149
Δε θέλω πια να μου μιλάς 230
Δε μου μιλάς δεν με κοιτάς 159
Δεν θέλω πια να σ' αγαπώ 180
Δεν θέλω πλούτη και λεφτά 206
Δεν ξαναπαίζω ζάρια 228
Δεν παύει πια το στόμα σου 153
Δεν τον θέλω μάνα μου 147
Δερβίσσης (Ο) 119
Διαζύγιο (Το) 142
Διπρόσωπος 241
Δυο γυφτοπούλες 263
Δυο καρπούζια σ' ένα χέρι 295
Δύο μεράκια στην καρδιά μου 186
Εγώ για σένα πονηρή 248
Εγώ σε ξενύχταγα 298
Είμαι παιδάκι μάλαμα 156
Είσαι αφράτη σαν φρατζόλα 192
Είσαι μελαχροινό και νόστιμο 153
Έλα - έλα 199
Ελληνοαμερικάνα 292
Ένα λαχείο ζήταγα 184
Έρχομαι κρυφά 249
Έτσι σε θέλω 152
Εφουμέρναμε ένα βράδυ 117
Έχει όμορφες αφράτες 157
Ζηλιάρα 146
Ζητώ παντού ο καημένος 181
Η αγάπη είναι καμίνι 298
Η γυναίκα μου ζηλεύει 140
Η φλογερή σου η ματιά 273
Ήθελα ναμουν Ηρακλής 150
Ήμουνα μάγκας μια φορά… 268
Ήταν της μοίρας μου γραφτό 292
Θα ‘ρθω να σε ξυπνήσω 158
Θα σπάση το μπουζούκι μου 184
Θέλω μαστούρης να γινώ 123
Θέλω να αρχίσω τη ζωή 290
Θέλω να ξέρω κούκλα μου 205
Ισοβίτης (Ο) 140
Καβαλλιώτισσα 176
Κάβουρας (Ο) 213
Κάθε βράδυ θα σε περιμένω 253
Καλέ μάνα δεν μπορώ 239
Καλλιθιώτισσα τσακίστρα 189
Καλόγερος 198
Κάποιο βράδυ με φεγγάρι 209
Κάποτε ήμουνα κι εγώ 129
Καραντουζένι 116
Κατινάκι 159
Κάτσε φρόνιμα Μαρίκα 272
Κάτω ‘κει στη Δραπετσώνα 188
Κάφτονε Σταύρο κάφτονε 139
Κι αν είμαι φτωχαδάκι 166
Κι' αν μεθάω τα βραδάκια 199
Κλωστηρού (Η) 125
Κολπατζού (Η) 123
Κολωνάκι-Τζιτζιφιές 207
Κορδελιώτισσα 236
Κορόιδο 134
Κορόιδο άδικα γυρνάς 130
Κούλα Φραγκοσυριανή 188
Κουρτίνα (Η) 279
Λαυριώτισσα 181
Λειώνω μυστικά 169
Λόντος και Κοριάνης 122
Μ' έκανες και χώρισα 150
Μ' έκαψες τσαχπίνα 134
Μ' έμπλεξες βρε πονηρή 155
Η γυναίκα μου ζηλεύει 140
Η φλογερή σου η ματιά 273
Μ' έχουν φάει τα ξενύχτια 293
Μάγκικο τα δύο σου μάτια 238
Μάνα με μαχαιρώσανε 149
Μάνα μου με γέννησες 249
Μανούλα μου, μάνα 242
Μαρόκο 190
Μαστούρας 118
Ματσάκια πεντοχίλιαρα 202
Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια 145
Μαύρη ζωή μικρούλα μου 264
Μαύρος πειρατής 301
Με μια μονάχα σου ματιά 168
Με πλάνεψες μποέμισα 191
Με σκλάβωσε η αγάπη σου 178
Με της μυρωδιές σου 160
Μες τη χασάπικη αγορά 203
Μέσα σε μαύρο πέλαγος 271
Μέσα στη νύχτα προχωρώ 245
Μη με πληγώνεις και πονώ 205
Μια γαλανομάτα στην Αθήνα 161
Μια μικροπαντρεμένη 265
Μια όμορφη μελαχροινή 172
Μικρός αρραβωνιάστηκα 156
Μονάχος μες τη μοναξιά 162
Μόρτισσα χασικλού 118
Μου γίνηκες μπελάς 278
Μου είπαν να μη σ' αγαπώ 171
Μου είπες χίλια ψέματα 294
Μου λεν πως τρώω τα λεφτά 259
Μου το ‘παν πως μ' αρνήθηκες 176
Μουσολίνι άλλαξε γνώμη 195
Μπαγλαμά μου, μπαγλαμά μου 299
Μπαμπέσικα μου τα ‘φερες 189
Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά 203
Μπουζούκι μου διπλόχορδο 155
Μπουζούκι μου π' ακούγεσαι 240
Μπουτζαλιά 236
Μπράβο για τη μαστοριά σου 193
Μπροστά στη θάλασσα 180
Να πεθάνης 241
Να φύγεις από μένα 293
Νόστιμη μαυροματού 167
Νόστιμο τρελλό μικρό μου 161
Ξανάρθες βασιληά 136
Ξανθιά (Η) 127
Ξανθιά τρελλή γαλανομάτα 173
Ξελογιασμένη 200
Ξεμυαλίστρα 296
Ο κουμπάρος ο ψαράς 194
Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο 141
Ο Μάρκος μαθητής 135
Ο Μάρκος ο Συριανός 120
Ο Μάρκος πολυτεχνίτης 151
Ο Μάρκος υπουργός 143
Όλα εδώ πληρώνονται 206
Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά 154
Όσοι έχουνε πολλά λεφτά 145
Όταν με βλέπεις και περνώ 127
Όταν πίνω τουμπεκάκι 120
Όχι όχι 254
Παιχνιδιάρα μου 201
Πάλι μεθυσμένος είσαι 251
Πάνε τα μαθήματα 256
Παραπονιάρικό μου 243
Πάρε χαρτί και γράφε τα 299
Πατώ στα χιόνια καίγομαι 297
Πάψε να με τυραννάς 165
Πάψε να μου κάνεις την πάπια 260
Πειραιώτικος μανές 124
Πείσματα και πεισματικά 274
Πεισματάρα 164
Πες μου ποιός μάγκας 298
Πες μου τρελλοκόριτσο 274
Πλημμύρα 132
Πολίτισσα 174
Πολλά είδανε τα μάτια μου 211
Πορτοφόλι (Το) 192
Πρέπει να ξέρης μηχανή 131
Πρέπει να χτίσω ένα τζαμί 135
Προίκα εγώ δεν σου γυρεύω 293
Προσφυγοπούλα 208
Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά 172
Σ' αγάπησα να 'χω ζωή 217
Σ' αυτόν τον κόσμο τον κακό 214
Σάββατο μες στην αγορά 275
Σαν δεν με θέλεις να περνώ 293
Σαν είσαι μάγκας και νταής 130
Σαν με ιδείς και σου σφυρίζω 209
Σε αγαπώ τσαχπίνα μου 233
Σε γελάσανε 193
Σε λατρεύω - σε λατρεύω 266
Σε ξέχασα δεν σ' αγαπώ 169
Σε ποιον να πω τον πόνο μου 255
Σιγανοπαπαδίτσα 183
Σκληρόκαρδη 208
Σκύλα μ’ έκανες και λειώνω 142
Σουλτάνα μαυροφόρα 174
Στα σίδερα με βάλανε 126
Σταύρο χρυσέ μου φίλε μου 242
Σταύρος (Ο) 280
Στην Αφροδίτη θ' ανεβώ 301
Στην Πλάκα που επήγαινα 170
Στης νύχτας το σκοτάδι 163
Στο Φάληρο που πλένεσαι 157
Στο Χόλυγουντ 166
Συνάχης (Ο) 129
Συμφέρον (Το) 211
Σύρος 146
Τ’ άσπρα ρούχα 297
Τα βάσανά μου 264
Τα βράδυα στο Βοτανικό 173
Τα δύο σου μάτια τα γλυκά 202
Τα δυο σου χέρια 216
Τα δυο σου χέρια πήρανε 175
Τα ζηλιάρικά σου μάτια 164
Τα καραβοτσακίσματα 148
Τα μαγεμένα μάτια σου 125
Τα μάτια σου τ' αράπικα 121
Τα ματόκλαδά σου λάμπουν 212
Τα όμορφα τα γαλανά σου μάτια 261
Τα μπλε παράθυρά σου 165
Τα ωραία σου ματάκια 179
Τέτοια ζωή με βάσανα 204
Τη μηχανή παράτα τη 177
Τι με ωφελούν οι άνοιξες 265
Τικ τακ κάνει η καρδιά μου 268
Τις γυναίκες τις γνωρίζω 299
Το 1912 148
Το δώρο που σου έκανα 182
Το μπουζούκι στο Παρίσι 214
Το συμφέρον 290
Το συμφέρον 211
Τότε που τα’ χα τα λεφτά 167
Τουρκολιμανιώτισα γλυκειά 138
Τράβα ρε μάγκα και αλάνη 128
Τραγιάσκες 122
Τρελλή μου Πειραιώτισσα 273
Τσαγγαράκια (Τα) 194
Τώρα την καλοκαιριά μικρό μου 143
Φαληράκι και Καστέλλα 300
Φεγγάρι αν είσαι λαμπερό 243
Φίνα τ' αχεις καταφέρει 183
Φόρα τα μαύρα φόρα τα 257
Φοράς φουστάνι βυσσινί 175
Φραγκοσυριανή 137
Φτώχεια που σέρνεις τον πόνο 210
Χαϊδάρι 79
Χανουμάκια (Τα) 118
Χαρμάνης (Ο) 119
Χασαπάκια 186
Χασάπης (Ο) 126
Χριστίνα (Η) 185
Χρόνια στον Πειραία 198
Χτες το βράδυ στο σκοτάδι 137
Ψεύτικος ντουνιάς 207
Ψηλά μην χτίζεις την φωληά 178
Ώρες με θρέφει ο λουλάς 121


Επικοινωνήστε μαζί μας


Μάρκος Βαμβακάρης

© Copyright 2023 markosvamvakaris.gr